Αμερικανός ποιητής – ο αγαπημένος ποιητής του Tenessee Williams. Ο ίδιος θαύμαζε τον T.S. Eliot η ποίηση του οποίου αποτέλεσε γι’ αυτόν έμπνευση αλλά και πρόκληση στα δικά του έργα. Κατηγορήθηκε σαν ένας δυσνόητος ποιητής – κυρίως λόγω της Ελισαβετιανής διαλέκτου που χρησιμοποιούσε αλλά η ιστορία έδειξε ότι ήταν ένα από τους καλύτερους ποιητές της γενιάς τους.
Mοναχοπαίδι, με έναν πατέρα επιτυχημένο επιχειρηματία (και εφευρέτη της διάσημης καραμέλας Life Saver) και μία μητέρα σε συνεχή σύγκρουση με τον άντρα της. Εκδίδει το πρώτο του ποίημα σε ηλικία 17 ετών όταν οι γονείς του χωρίζουν, αφήνει το σχολείο και φεύγει στη Νέα Υόρκη. Για 7 χρόνια πηγαινοέρχεται μεταξύ Νέας Υόρκης και Κλήβελαντ δουλεύοντας πότε σαν copywriter και πότε εργάτης στο εργοστάσιο του πατέρα του. Στο έργο του μιλάει πιο πολύ για τη Νέα Υόρκη την οποία είναι φανερό ότι νιώθει περισσότερο ‘πόλη του’.
Ο ίδιος συσχέτιζε την ομοφυλοφιλία του με την ποιητική του ταυτότητα. Θεωρούσε ότι η αίσθηση διαφοροποίησης που δίνει η ομοφυλοφιλία αποτελεί και το κυρίαρχο στοιχείο της ποίησης και άρα και του δικού του έργου. Συγχρόνως όμως αισθανόταν παρίας στο σύγχρονο κοινωνικό του περιβάλλον – αίσθημα που κυρίως προερχόταν από τις χριστιανικές αρχές που η μητέρα του τού είχε εμφυσήσει.
Το αριστούργημά του ‘The Bridge’ – πρωτοδημοσιεύτηκε το 1930 και διαβάστηκε στην εθνική τηλεόραση στην γιορτή της γέφυρας του Brooklyn (η οποία αποτέλεσε το ξεκίνημα αλλά και το κεντρικό σύμβολο στους στίχους του Crane).
Στα τέλη της δεκαετίας ο Crane είχε αρχίσει να έχει πρόβλημα με το ποτό, το οποίο επιδείνωσε και την μανιοκαταθλιπτική διάθεση που τον βασάνιζε αρκετά χρόνια. Η ερωτική του σχέση με την Peggy Cowley ήταν μια φωτεινή αχτίδα στη γκρίζα αυτή περίοδο της ζωής του. Σχέση που ενέπνευσε το τελευταίο του ποίημα - ‘Broken Tower’ – ίσως το καλύτερο λυρικό ποίημα του Crane. Παράλληλα μ’ αυτή τη σχέση αρχίζει να ενδίδει σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις – γεγονός που δυνάμωσε την αίσθηση αποτυχίας που τον ακολουθούσε πάντα.
Τον Απρίλιο του 1932 στο ατμόπλοιο S.S. Orziba επιστρέφοντας από το Μεξικό (ταξίδι που έκανε με την Cowley) στην Αμερική, πλησιάζει ερωτικά μέλος του πληρώματος και ξυλοκοπείται άγρια από ομάδα νεαρών. (Κατά μια άλλη εκδοχή, περνάει τη νύχτα του με μέλος του πληρώματος και ξυλοκοπείται το πρωί μόλις βγαίνει από την καμπίνα). Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει τους φόβους του. Δεν μπορεί ένας ομοφυλόφιλος να είναι ευτυχισμένος. Το επόμενο πρωί μεθυσμένος προσπαθεί να πέσει στη θάλασσα και τον σταματά ένα μέλος του πληρώματος. H Cowley είναι παρούσα. Της ψιθυρίζει 'I'm not going to make it, dear. I'm utterly disgraced!' και λίγο αργότερα πέφτει στη θάλασσα φωνάζοντας "Goodbye, everybody!"
Forgetfulness is like a song
That, freed from beat and measure, wanders.
Forgetfulness is like a bird whose wings are reconciled,
Outspread and motionless,
A bird that coasts the wind unwearyingly.
Forgetfulness is rain at night,
Or an old house in a forest,
-- or a child.
Forgetfulness is white,
-- white as a blasted tree,
And it may stun the sybil into prophecy,
Or bury the Gods.
I can remember much forgetfulness.