08/08/2006

μια γουλιά βότκα

Ερχόταν κάθε μέρα στο καφέ και σχεδόν είχε γίνει ένα με τα τραπέζια, τις καρέκλες και τον γενικότερο διάκοσμο. Δεν θυμόταν κανείς πότε πρωτομπήκε και ποιος τον σερβίρισε για πρώτη φορά. Όσες φορές το συζήτησαν μεταξύ τους δεν έβγαζαν άκρη. Ήταν σαν να τον βρήκαν εκεί πριν πιάσουν δουλειά. Σαρανταπεντάρης πατημένα, με λίγα γκρίζα μαλλιά, έντονο πράσινο βλέμμα, ωραίος άντρας περασμένης εποχής. Το είχαν σχολιάσει αυτό. ‘Κάποτε θα έκαιγε καρδιές’. Τώρα τους φαινόταν κουρασμένος. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια, οι αυλακιές ανάμεσα στα φρύδια και η μελαγχολική φορά των χειλιών του πρόδιδαν κακής ποιότητας ζωή και ίσως βασανισμένη. Η ώρα του ήταν συγκεκριμένη. Έντεκα- έντεκα και μισή έμπαινε στο καφέ με την παλιωμένη δερμάτινη τσάντα του, τα σκούρα ρούχα και ένα αγχωμένο ένοχο ύφος το οποίο τον συντρόφευε μέχρι να βρει ένα τραπέζι ελεύθερο που να του άρεσε – να τον καλούσε – και να καθίσει. Κάποτε ένας από τους σερβιτόρους – ο Κωστής – τον ρώτησε αν θέλει κάποιο συγκεκριμένο τραπέζι να του το κρατάει μέχρι να έρθει αλλά εκείνος χαμογέλασε και του απάντησε με την χαρακτηριστική του ευγένεια ‘είμαι καλά σε όποιο τραπέζι και να καθίσω. Απλώς καμιά φορά ψάχνω το πιο φιλόξενο’. Μόλις έμπαινε η Ρία του έφερνε ένα παγωμένο ποτήρι νερό – έτσι ήταν το καλωσόρισμα όχι μόνο σ εκείνον αλλά σε όλους τους πελάτες. Εκείνος της χαμογελούσε και άνοιγε τη τσάντα του. Έβγαζε με αργές κινήσεις τα γυαλιά του, τα τσιγάρα και τον αναπτήρα, ένα μικρό μαύρο σημειωματάριο και ένα μολύβι. Άφηνε την τσάντα στη διπλανή καρέκλα και ταχτοποιούσε τα αντικείμενα του αυτά αλλά και το σταχτοδοχείο και τον κατάλογο με μία ευλαβική σειρά. Ο κατάλογος στο κέντρο στο ψηλότερο σημείο του τραπεζιού, το σταχτοδοχείο στα δεξιά του στην άκρη του τραπεζιού, δίπλα τα τσιγάρα και πάνω τους ο αναπτήρας, το σημειωματάριο με το μολύβι μέσα ανάμεσα στον κατάλογο και τα τσιγάρα και τα γυαλιά στα χέρια του. Ο σερβιτόρος περνούσε από δίπλα του χωρίς να πάρει παραγγελία. Ούτε να τον ενοχλήσει. Μόλις εκείνος αισθανόταν ότι όλα είναι ταχτοποιημένα κοιτούσε το παιδί πίσω από τη μπάρα στα μάτια για να τραβήξει την προσοχή του. Συνηθισμένος εκείνος τον κοιτούσε με ένα ψεύτικο ενδιαφέρον με τα μάτια να τον ρωτάνε βουβά ‘τι θα πάρετε;΄και τότε εκείνος του ψιθύριζε με τα χείλη ‘τον καφέ μου. Λίγη ζάχαρη’. Με το πρώτο τσιγάρο περίμενε τον καφέ και ‘έστηνε το σκηνικό’. Άλλες φορές έγραφε κατευθείαν στο μικρό σημειωματάριο το οποίο κρατούσε ανοιχτό με το αριστερό χέρι που κρατούσε το τσιγάρο – άλλες φορές άνοιγε το βιβλίο του – αν ήταν καινούργιο χάζευε αρκετή ώρα το εξώφυλλο, το οπισθόφυλλο, τις πρώτες σελίδες – αν ήταν αρχινισμένο κατευθείαν στη σελίδα που ένας σελιδοδείκτης του έδειχνε. Ο καφές έφτανε και τότε μόνο σήκωνε ένα ευγνώμον βλέμμα για τον σερβιτόρο. Γουλιές μικρές, κοφτές, διάβασμα, κλείσιμο του βιβλίου, τσιγάρο, πάλι διάβασμα, χαμόγελα, το βλέμμα να πλανάται στα διπλανά τραπέζια, κάποια σημείωση στο περιθώριο – πάντα με το μολύβι. Μετά την τελευταία γουλιά του καφέ, έπινε νερό μέχρι τη μέση του ποτηριού και άφηνε τα γυαλιά του στο τραπέζι. Ένα διάλειμμα μπορεί να πει κανείς ότι ήταν αυτό μιας και κρατούσε περισσότερο από δύο λεπτά. Σ αυτό το διάστημα τα μάτια του πάλι πλανιόντουσαν στα δίπλα τραπέζια, κάποιες φορές και σε αυτούς που έμπαιναν η έφευγαν και έδειχναν να μπαίνουν μέσα στις μικρές μικρές λεπτομέρειες του σώματος τους (του εντός τους;) σαν μια ανάγκη να ξεκουραστούν. Και πάλι το ίδιο βλέμμα στο παιδί πίσω από τη μπάρα. Μόνο που αυτή τη φορά ήξερε και ήθελε μόνο την επιβεβαίωση του πελάτη του. ‘το συνηθισμένο’ κι εκείνος χαμογελαστά (ένοχα;) του κουνούσε το κεφάλι καταφατικά. Και αμέσως ‘ξέρεις... δυνατό..’ Έτσι ερχόταν και η βότκα με ένα κομμάτι πάγο, διπλή, δυνατή και παγωμένη. Κι εκείνη η πρώτη της γουλιά κατέβαινε βάλσαμο στο μέσα του και ίσως αυτό το χαμόγελο – που σε άλλους φαινόταν σε άλλους όχι – ήταν και το πιο όμορφο. Λέω ότι σε άλλους φαινόταν και σε άλλους όχι γιατί κι αυτό το είχαν συζητήσει μεταξύ τους. ‘Ρε παιδιά, είναι σαν να θέλει να πιεί βότκα και απλώς για να μην καρφωθεί ζητάει πρώτα τον καφέ. Γι αυτό όταν πίνει τη βότκα του χαμογελάει..’ – ‘Δεν χαμογελάει χαζέ. Το αλκοόλ τον καίει στο λαιμό και κάνει μια γκριμάτσα που μοιάζει με χαμόγελο. Αυτό είναι’. Κανείς πάντως δεν μπορούσε να πει με σιγουριά... Και ήταν σ αυτό το σημείο που άνοιγε το σημειωματάριο και έγραφε σαν τρελός. Κι έβγαζε κι ένα μεγαλύτερο σημειωματάριο από την τσάντα και το’βαζε στα δεξιά του μικρότερου. Αντέγραφε, έγραφε, έσβηνε με ένα πρόσωπο που ρυτίδες πια δεν είχε, με ξαναμμένα μάγουλα και μάτια που έλαμπαν σαν σε πυρετό. Αυτό κρατούσε γύρω στις δύο ώρες, πάντα με το ποτήρι τη βότκα δίπλα του, γεμάτο όμως. Γεμάτο πλην μιας γουλιάς. Της πρώτης... Εκείνη την Τρίτη στα μέσα του Μάη το καφέ είχε μια περίεργη ησυχία σχεδόν ανησυχητική. Οι πελάτες ήταν μόνο ένα ζευγάρι στο τραπέζι πίσω από την κολώνα και οι σερβιτόροι μαθημένοι να τρέχουν τέτοια ώρα να προλάβουν, μιλούσαν μεταξύ τους, όρθιοι πάντα κοντά στη μπάρα με έναν έκδηλο εκνευρισμό. Κάποιος σκέφτηκε ότι όλα τα τραπέζια είναι άδεια και ο συνήθης θαμώνας τους θα μπορούσε να καθίσει όπου ήθελε. Εκείνη τη μέρα δεν ήρθε. Όταν σε λίγο άρχισε πάλι η πολύ δουλειά κανείς δεν το σκέφτηκε. Στα μέσα Ιουνίου – ήδη είχε αρχίσει να αραιώνει ο κόσμος και να προτιμά τα καλοκαιρινά καφέ – ένας νεαρός με γυαλιά μπήκε στο καφέ. Κάτι ψιθύρισε στη σερβιτόρα που πήγε να τον εξυπηρετήσει κι εκείνη κοίταξε τους άλλους και κάτι του απάντησε. Σηκώθηκε και πήγε μαζί της να τους βρει. Τους συστήθηκε με το όνομά του και τους είπε ότι εκπροσωπεί ένα λογοτεχνικό περιοδικό και ήθελε να συζητήσει κάτι μαζί τους. Η ανύπαρκτη σχεδόν πελατεία αλλά και η έμφυτη περιέργεια τους του άνοιξαν αμέσως την πόρτα. Τους μίλησε για ένα έγκλημα, πριν ένα μήνα, στο σπίτι του στα Πατήσια, έγκλημα πάθους ή σεξουαλικό – λεγόταν ότι ο αποθανών ήταν ομοφυλόφιλος με ενεργή ερωτική ζωή, ψωνιζόταν στις πλατείες, πολλές φορές ντυνόταν γυναίκα – δεν καταλάβαιναν τι τους έλεγε – και εκείνος τώρα ήταν εκεί γιατί έμαθε από έγκυρη πηγή ότι σύχναζε στο συγκεκριμένο καφέ και μάλιστα σ αυτό έγραψε το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο ‘αγωνίες’ που πήρε βραβείο από την Ένωση Λογοτεχνών. Κι αυτός τώρα έχει αναλάβει ένα αφιέρωμα – ό,τι μπορεί να μάθει γι αυτή του τη συνήθεια. Τους έδειξε φωτογραφίες. ‘Αυτός είναι. Τον θυμάστε;” Τους είπε ότι του ανέθεσε αυτή τη μικρή έρευνα ο εκδότης του που ήταν και προσωπικός του φίλος. Θέλει να μάθει, να του πουν ότι γνώριζαν. Πόσο συχνά ερχόταν, ποιές ήταν οι συνήθειές του, γνώριζε κανέναν εκεί, συναντούσε κάποιον, τι καφέ έπινε, τι ώρες πήγαινε, τι τους έλεγε.... Χείμαρρος οι ερωτήσεις του, τους κοίταζε όλους έναν-έναν, απευθυνόταν σε όλους. Τον κοίταζαν μισοχαζεμένοι. Άλλοι κάτι κατάλαβαν, άλλοι όχι. Όλοι όμως αναγνώρισαν στις φωτογραφίες τον θαμώνα τους. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και συμφώνησαν μυστικά. ‘Δεν τον θυμόμαστε’ είπε ο πιο θαρρεμένος. ‘Eίσαι σίγουρος ότι ερχόταν εδώ; Δεν τον έχουμε δει ποτέ. Ίσως στο άλλο μαγαζί που είναι πιο κάτω. Ρώτα κι εκεί’. Όταν έφυγε ο νεαρός με τα γυαλιά γύρισαν στο πόστο τους και δεν είπαν κουβέντα. Ούτε το συζήτησαν ποτέ.

No comments:

Post a Comment